- φριζάρω
- φριζάρισα, φριζαρίστηκα, φριζαρισμένος (λ. γαλλ.), μτβ., πλέκω σε βοστρύχους, κατσαρώνω τα μαλλιά, τα σγουρώνω, τα οντουλάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
φριζάρισμα — το, Ν [φριζάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριζάρω … Dictionary of Greek